- ομόρρυθμος
- η , ο [ος , ον ] одинаковый по темпам;
§ ομόρρυθμος εταιρεία — акционерное общество с неограниченной ответственностью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ομόρρυθμος εταιρεία — акционерное общество с неограниченной ответственностью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομόρρυθμος — η, ο (Α ὁμόρρυθμος και ιων. τ. ὁμόρυσμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό, την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιότυπος, ομοιόρρυθμος, ομοειδής, ομοιόμορφος νεοελλ. φρ. «ομόρρυθμη εταιρεία» προσωπική εταιρεία στην οποία κάθε εταίρος ευθύνεται… … Dictionary of Greek
ομόρρυθμος — η, ο 1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάποιον άλλο, ο προσόμοιος. 2. (νομ.), τρόπος σύστασης εμπορικής επιχείρησης, όπου όλοι οι μέτοχοι ευθύνονται όμοια για τις υποχρεώσεις της επιχείρησης: Ομόρρυθμη εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Types of business entity — Companies law Company … Wikipedia
Tipos de entidad empresarial — Hay muchos tipos de entidades empresariales definidos en los sistemas legales de varios países. Estos incluyen corporaciones, asociaciones, unipersonales y otros tipos especializados de organización. Algunos de estos tipos se enumeran a… … Wikipedia Español
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομορρυθμία — η (Α ὁμορρυθμία και ιων. τ. ὁμορρυσμίη) [ομόρρυθμος] η ομοιότητα στον ρυθμό, το να είναι κάποιος ή κάτι τού ίδιου ρυθμού, ομοιομορφία … Dictionary of Greek